Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ αυτών των δύο επιστημών, έγκειται στο γεγονός ότι o ψυχίατρος είναι γιατρός, ενώ ο ψυχολόγος δεν είναι γιατρός.
Και, σαφώς, ο ψυχολόγος δε μπορεί και δεν πρέπει να ασχολείται με τη φαρμακοθεραπεία, αφού δεν έχει ιατρικές γνώσεις και σπουδές.
Η πρώτη διερεύνηση ψυχολογικών προβλημάτων θα πρέπει να γίνεται από Ψυχίατρο και μόνο. Συχνά στην Ελλάδα υπάρχει η τάση κάποιος να απευθύνεται στον ψυχολόγο, δίνοντας έτσι το μήνυμα σε κάθε κατεύθυνση, ότι δεν πρόκειται για κάτι σοβαρό.
Αυτό μπορεί να βολεύει για λόγους κοινωνικούς, αλλά ίσως και εγωισμού, τον ίδιο τον ασθενή, την οικογένειά του, καθώς επίσης και τον ψυχολόγο για άλλους λόγους, όμως εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους, όπως η αυτοκτονία. Ο ψυχολόγος οφείλει να παραπέμπει με επιμονή, οποιοδήποτε σοβαρό ή δύσκολο στην κατανόηση του περιστατικό, σε ψυχίατρο, είτε ο ασθενής αναφέρει αυτοκτονικό ιδεασμό είτε όχι. Σε περίπτωση άρνησης του ασθενούς, πρέπει να ενημερώνει την οικογένεια, ώστε να αναλαμβάνει αυτή την ευθύνη.
Η συμμετοχή ενός ψυχίατρου στην υποστήριξη μιας ψυχικής νόσου είναι αναγκαία και καλό είναι να προηγείται της θεραπευτικής παρέμβασης και υποστήριξης.
Ο ψυχολόγος είναι απαραίτητος, αφού γίνει η πρώτη διερεύνηση από τον ψυχίατρο. Ο ψυχολόγος είναι κατάλληλος για ατομική υποστήριξη ή οργάνωση – επίβλεψη ομαδικών συνεδριάσεων. Μπορεί να προσφύγει στις ψυχολογικές δοκιμασίες για να αξιολογήσει τις πνευματικές ικανότητες, τις επαγγελματικές ικανότητες ή τις διαφορετικές πλευρές της προσωπικότητας του πελάτη του.
Πολύ συχνά παρατηρούνται «εξειδικευμένα κέντρα» που ειδικεύονται σε περίεργες ψυχοθεραπείες με ακατάληπτα ονόματα και απροσδιόριστη προσέγγιση, χωρίς πιστοποίηση σπουδών, ούτε άδεια άσκησης επαγγέλματος. Από την άλλη πλευρά κάθε Ψυχίατρος που έχει λάβει επίσημα την ειδικότητά του, οφείλει να την έχει αναρτημένη στο ιατρείο του, όπως επίσης και την άδεια λειτουργίας νόμιμου ιατρείου, από τον ιατρικό σύλλογο.